- κόνδακα
- κόνδαξmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CONTACOPAECTES — Graece Κοντακοπαίκτης vel Κονδακοπαίκτης, dictus est a voce κόνδαξ, vel κόνταξ, genus iaculationis denotante, qui hôc genere ludi sese excercebat. Photius in Nomocanone, Μόνον δὲ παίζειν ἔξεςτι μονόβολον καὶ κοντομονόβολον καὶ Κιντανὸν κόντακα… … Hofmann J. Lexicon universale
κόνδαξ — κόνδαξ, ακος, ὁ (Α) 1. είδος παιχνιδιού που παιζόταν με ακόντιο χωρίς αιχμή 2. φρ. «παίζω κόνδακα» μτφ. συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδοι «κεραῖαι, ἀστράγαλοι» (Ησύχ.) + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. ρύ αξ, πίδ αξ)] … Dictionary of Greek